- ἄπρακτοι
- ἄπρᾱκτοι , ἄπρακτοςunavailingmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
апракос — воскресное евангелие для чтения, расположенное не по главам, а по воскресным дням и церковным праздникам; др. русск. апракосъ, опракосъ (Еванг. 1270 г.), цслав. также опракосъ. Из греч. ἄπρακτος от ἄπρακτοι ἡμέραι праздники ; см. Срезн. 1, 26 и… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
бездѣльныи — (31) пр. 1.Пребывающий без дела, не работающий, праздный: всѩко възисканье виновныхъ моукъ. оупражнѩеть(с). ˫ако бездѣльны соуть. и преже пасхы •з҃• д҃нии и •з҃• по пасцѣ... ни плищь видить(с) ни соуди гл(с)тьсѩ. (ἄπρακτοι) ПНЧ XIV, 202г;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
FERIAE — pro diebus hebdomadis, primum dicuntur institutae a Silvestro P. circa A. C. 316. Qui nec Iudaeorum morem sequi, ut dies a Christianis nuncuparentur prima Sabbathi, secunda Sabbathi, etc. volens, nec probans Gentilium appellationes Solis, Lunae,… … Hofmann J. Lexicon universale
άπραχτος — κ. κτος, η, ο (AM ἄπρακτος, ον) [πράττω] 1. αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ανώφελος, άχρηστος 2. εκείνος που δεν έχει γίνει, ο ανεκτέλεστος 3. (για πρόσωπα) ανεπιτυχής νεοελλ. 1. αδρανής 2. ανίδεος, άπειρος 3. ασύνετος, ασυλλόγιστος αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
λεσβίος — ία, ο, θηλ. και λεσβιάδα (AM λεσβίος, ία, ον, Α θηλ. και λεσβίας, άδος και λεσβίς, ίδος) [Λέσβος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λέσβο ή προέρχεται από τη Λέσβο 2. (το αρσ. και θηλ. ως εθνικά) ο Λεσβίος, η Λεσβία ο κάτοικος τής Λέσβου ή… … Dictionary of Greek
Αζραήλ — Ο άγγελος του θανάτου στη μουσουλμανική θρησκεία. Αποστολή του είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Ο Α., όπως γράφει το Κοράνι, είναι ο αγαπημένος άγγελος του Θεού, γιατί όταν έστειλε τέσσερις αγγέλους να του φέρουν χώμα για να πλάσει τον… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
Ορλοφικά — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστή στην ελληνική ιστορία (αλλά και στην ιστορία του Ανατολικού Ζητήματος) η εξέγερση των Ελλήνων της Πελοποννήσου κατά την εποχή του ρωσοτουρκικού πόλεμου του 1768 1774 και οι συντονισμένες επιχειρήσεις των Ρώσων… … Dictionary of Greek
Τσεσμέ — Πόλη της Μικράς Ασίας στη χερσόνησο της Ερυθραίας (12.000 κάτ.). Πριν από τη Μικρασιατική καταστροφή η πόλη λεγόταν από τους Έλληνες Κρήνη. Είναι χτισμένη σε μια παραθαλάσσια πεδιάδα και σε απόσταση 70 χλμ. από τη Σμύρνη. Οι περισσότεροι κάτοικοί … Dictionary of Greek